ὑπόπτων

ὑπόπτων
ὕποπτος
viewed with suspicion
masc/fem/neut gen pl
ὑ̱πόπτων , ὑποπτάω
roast a little
imperf ind act 3rd pl
ὑ̱πόπτων , ὑποπτάω
roast a little
imperf ind act 1st sg
ὑποπτάω
roast a little
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ὑποπτάω
roast a little
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… …   Dictionary of Greek

  • σφηκοφωλιά — και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν 1. φωλιά σφηκών 2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά] …   Dictionary of Greek

  • αποτυπώματα DNA — Στο DNA του ανθρώπου υπάρχουν περιοχές στις οποίες παρατηρείται επανάληψη καθορισμένων διαδοχών νουκλεοτιδίων. Επειδή οι διαδοχές αυτές είναι χαρακτηριστικές για κάθε άνθρωπο και είναι οι ίδιες στο DNA όλων των κυττάρων του, ανεξάρτητα από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”